- μπεκρής
- οθηλ. -ού (λ. τουρκ.), μέθυσος, μεθύστακας: Με ξύπνησαν κάποιοι μπεκρήδες που φώναζαν στο δρόμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπεκρής — ο, θηλ. μπεκρού αυτός που κάνει υπερβολική χρήση οικοπνευματωδών ποτών, ο μέθυσος, ο μεθύστακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bekri] … Dictionary of Greek
μπεκροκανάτα — η (μτφ). ο μπεκρής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπεκρής + κανάτα] … Dictionary of Greek
μπεκρούλιακας — ο (σκωπτικά) μέθυσος, μεγάλος μπεκρής, μεθύστακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπεκρής + μεγεθ. κατάλ. ούλιακας (πρβλ. στραβ ού λιακας)] … Dictionary of Greek
μπεκρόμουτρο — το 1. πρόσωπο μπεκρή 2. (κατ επέκτ.) μπεκρής, μέθυσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπεκρής + μούτρο] … Dictionary of Greek
ανέρωτος — η, ο 1. (για ποτά) αυτός που δεν έχει ανακατευθεί με νερό, ο άκρατος 2. ο μπεκρής 3. φρ. «μόνο το πρώτο κερνάει ανέρωτο» μόνο στην αρχή φέρεται τίμια … Dictionary of Greek
κοτύλων — κοτύλων, ωνος, ὁ (Α) [κοτύλη] μέθυσος, μπεκρής … Dictionary of Greek
κρασάς — Οικισμός (26 κάτ.) του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαλοχωρίου. * * * ο, θηλ. κρασού 1. έμπορος ή παραγωγός κρασιού 2. αυτός που πίνει πολύ κρασί, ο μπεκρής … Dictionary of Greek
κρασοβάρελο — το 1. το βαρέλι όπου φυλάγεται το κρασί 2. μτφ. άνθρωπος που πίνει πολύ κρασί, κρασοπατέρας, μπεκρής … Dictionary of Greek
κρασοκανάτα — η 1. η κανάτα τού κρασιού 2. μτφ. άνθρωπος που πίνει πολύ κρασί, μέθυσος, κρασοπατέρας, μπεκρής … Dictionary of Greek
κρασοκανάτας — ο [κρασοκανάτα] αυτός που πίνει πολύ κρασί, μέθυσος, μπεκρής … Dictionary of Greek